δεινοπάθημα

δεινοπάθημα
το
φοβερό πάθημα, δεινή ταλαιπωρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεινοπαθώ. Η λ. μαρτυρείται στο Λεξικό τής Ελληνικής Γλώσσης τού Αθαν. Σακελλαρίου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δεινοπάθημα — το κακοπάθημα, συμφορά, δυστυχία: Τα δεινοπαθήματα των Ελλήνων στην Κατοχή ήταν αμέτρητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βάσανο — το (Μ βάσανον) [βάσανος] 1. ταλαιπωρία, σωματική ή ψυχική, δεινοπάθημα 2. βασανιστήρια νεοελλ. 1. σύζυγος ή ερωμένη που προκαλεί βάσανα 2. πληθ. τα βάσανα οι μέριμνες, οι βιοτικές ανάγκες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”